ἀκτινοβολήσει

ἀκτινοβολήσει
ἀκτινοβολέω
emit rays
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀκτινοβολέω
emit rays
fut ind mid 2nd sg
ἀκτινοβολέω
emit rays
fut ind act 3rd sg
ἀ̱κτινοβολήσει , ἀκτινοβολέω
emit rays
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱κτινοβολήσει , ἀκτινοβολέω
emit rays
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”